- οδοντοθεραπευτικός
- -ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοθεραπεία2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοθεραπευτικήκλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τα μέσα και τις μεθόδους θεραπείας τών παθήσεων τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + θεραπευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.